Η ομιλία της διευθύντριας Γυμνασίου-Λυκείου Τσαριτσάνης,κ. Γεωργίας Κουτσιάη,για τον Κωνσταντίνο Οικονόμο
>> 15.3.22
Σήμερα μνημονεύουμε και τιμούμε τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων, μια σπουδαία προσωπικότητα του 19ου αιώνα που δεσπόζει στην ιστορική μνήμη της πατρίδας του της Τσαριτσάνης, έναν ευλαβή κληρικό, έναν εμπνευσμένο Διδάσκαλο, έναν πολυγραφότατο θεολόγο, φιλόσοφο και θεατρικό συγγραφέα, έναν φλογερό ιεροκήρυκα του Θείου Λόγου υπέρμαχο της Ορθοδοξίας μαχητικό υποστηρικτή των θέσεών του, έναν πολίτη του Κόσμου παρασημοφορημένο από ξένους ηγεμόνες.
Από σύγχρονό του συγγραφέα περιγράφεται ως: «Ανήρ εύσωμος, με οφθαλμούς μέλανας και ζωηροτάτους, κόμη καστανόχρωμη, μέτωπο αρχαϊκό, όψιν με χαρακτήρας αρρενωπούς και γλυκείς. Το δε ήθος του ήταν ευμενές και σεμνοπρεπές.»
Γεννήθηκε στην Τσαριτσάνη τον Αύγουστο του 1780. Πατέρας του ήταν ο Κυριακάκης ιερέας, σακελλάριος και οικονόμος της Μητρόπολης Ελασσόνας και μητέρα του η Ανθία κόρη του δημογέροντα της Τσαριτσάνης Στάμου Δημητρίου. Εκτός του Κωνσταντίνου είχαν δύο ακόμα παιδιά τον Σταμούλη που αργότερα μετονομάστηκε σε Στέφανο και τον Ιωάννη.
Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον πατέρα του ο οποίος του δίδαξε αρχαία και νεώτερα ελληνικά και λατινικά. Από τον αμπελακιώτη γιατρό και λόγιο Ζήση Κάβρα διδάχθηκε τα γαλλικά. Η εξοικείωσή του με την γαλλική γλώσσα ήταν γι’αυτόν ένα σημαντικό βήμα, έξω από τον χώρο της παραδοσιακής παιδείας, καθώς του έδωσε τη δυνατότητα της επαφής με κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Το 1792, ο Κωνσταντίνος σε ηλικία μόλις 12 ετών, προχειρίζεται σε αναγνώστη και κατά την ημέρα της χειροθεσίας του απαγγέλει έναν εξαιρετικό λόγο, από άμβωνος, δείχνοντας από νωρίς ρητορική δεινότητα.
Τα νεανικά χρόνια του Κωνσταντίνου συμπίπτουν με μια περίοδο οικονομικής και πνευματικής άνθησης της Θεσσαλίας. Η Τσαριτσάνη, χάρη στη βιοτεχνική της άνθηση και το εξωτερικό εμπόριο, ήταν ένα πλούσιο κεφαλοχώρι με αξιόλογη κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη δείγματα της οποίας είναι τα αρχοντικά και οι πύργοι που χτίζονται τον 18ο αιώνα, η ανακαίνιση και η εικονογράφηση εκκλησιών, οι φροντίδες για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο Κωνσταντίνος έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.
Τις εγκύκλιες σπουδές του τις ξεκίνησε στο σχολείο της Τσαριτσάνης. Η ενηλικίωσή του συμπίπτει με ένα γεγονός που επηρέασε αποφασιστικά την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Πρόκειται για την γνωριμία του με τον Κωνσταντίνο Κούμα τον πρωτεργάτη του νεοελληνικού διαφωτισμού ο οποίος ανέλαβε διδακτικά καθήκοντα στο σχολείο της Τσαριτσάνης το 1799. Μαθητής του Πέζαρου ο Κούμας ήταν άνθρωπος με ανοιχτούς ορίζοντες και επιστημονικές ανησυχίες. Ανάμεσα στους μαθητές του εκτός από τον Κωνσταντίνο ήταν ο ιερομόναχος Ιωσήφ, αργότερα επίσκοπος Ρωγών, ηγετική μορφή της εξόδου του Μεσολογγίου, και ο λόγιος αρχιερέας Ιωαννίκιος Ελασσόνας «άνδρας φλεγόμενος υπό φιλομαθείας» κατά την έκφραση του Κούμα. Για το ανήσυχο πνεύμα του Κωνσταντίνου, που διψούσε για μάθηση και είχε εντρυφήσει από μικρός στην ανθρωποκεντρική αρχαία ελληνική γραμματεία, η διδασκαλία του Κούμα ήταν όπως η σιγανή ποτιστική βροχή που έθρεψε και ωρίμασε την ψυχή του.
Προσφιλής του συνήθεια στα νεανικά του χρόνια ήταν να χαράσσει επιγράμματα σε κρήνες, ναούς και οικίες, δείγμα της αρχαιογνωσίας του και της ποιητικής του έφεσης. Έγραφε στοίχους σε ομηρική γλώσσα και απάγγειλε ραψωδίες του Ομήρου, ενώ μελέτησε αρχαίους Έλληνες και ξένους συγγραφείς.
Το 1802 σε ηλικία 22 ετών νυμφεύεται, χειροτονείται διάκονος και ξεκινάει να περιοδεύει στην υπόλοιπη Θεσσαλία για να κηρύττει τον Θείο Λόγο. Με τον γάμο του αποκτά δύο παιδιά την Ανθία και τον Κυριακό που αργότερα μετονομάστηκε σε Σοφοκλή και μεγαλώνοντας έγινε ιατροφιλόσοφος. Ο Σοφοκλής είναι ο κύριος υπεύθυνος για την καταγραφή, συλλογή και διατήρηση του έργου του πατέρα του.
Ο οικείος χώρος του Κωνσταντίνου ήταν η Τσαριτσάνη. Σε ηλικία εικοσιπέντε ετών προχειρίστηκε Οικονόμος και ιεροκήρυκας της επισκοπής Ελασσόνας. Το προσωνύμιο «εξ Οικονόμων» το προσέθεσε ο ίδιος αργότερα για να δείξει ότι πολλοί πρόγονοί του-όπως και ο ίδιος- ήσαν έγγαμοι κληρικοί με το οφφίκιον του Οικονόμου δηλ. υπεύθυνος για την Οικονομική διαχείριση της Μητρόπολης.
Παράλληλα εκείνη την εποχή ανάμεσα στις άλλες ενασχολήσεις του ήταν και η επιτρόπευση του σχολείου της πατρίδας του στο οποίο δούλευε και ως διδάσκαλος.
Ιδανικό του ήταν ο λόγιος ιερωμένος, που παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα ενδιαφερόταν για την πνευματική του καλλιέργεια. Ήθελε να ενημερώνεται για ό,τι καινούριο συνέβαινε. Η γνωριμία και η φιλία του με τον Κωνσταντίνο Κούμα τον βοήθησε στα πρώτα βήματά του στον κόσμο της λογιοσύνης.
Το 1807, συλλαμβάνεται ως συμμέτοχος στην επανάσταση του παπα-Ευθύμη Βλαχάβα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κασομούλης, που ήταν τότε μαθητής στο σχολείο της Τσαριτσάνης, ο Μουχτάρ πασάς είχε εγκατασταθεί στην Τσαριτσάνη και απειλούσε να «βάλη σπαθί εις μικρούς και μεγάλους». Φυλακίζεται στα Γιάννενα, απ΄όπου απελευθερώνεται με την πληρωμή υπέρογκων λύτρων. Επειδή διέτρεχε κίνδυνο η ζωή του με προτροπή του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, εγκαταλείπει την Τσαριτσάνη και μεταφέρεται αρχικά στην ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και τελικά στην Θεσσαλονίκη. Εκεί, το 1808 και σε ηλικία 28 ετών γίνεται αναπληρωτής Αρχιερατικός Επίτροπος με υπόδειξη του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Οι Θεσσαλονικείς αναγνώρισαν την βαθιά θρησκευτική και φιλολογική παιδεία του Κωνσταντίνου και θεώρησαν ως Θεία πρόνοια την παρουσία του στην πόλη τους.
Όταν ο Κωνσταντίνος Κούμας τον καλεί στη Σμύρνη το 1809 για να διδάξει στο νεοιδρυθέν "Φιλολογικό Γυμνάσιο", μετακομίζει με όλα τα μέλη της οικογένειάς του. Δίδαξε επί μια δεκαετία, έως το 1819, ενώ διετέλεσε και σχολάρχης. Η περίοδος αυτή υπήρξε συγγραφικά και εκδοτικά γόνιμη. Το 1813 εξέδωσε τη Ρητορική και την Κατήχηση, το 1816 μια ανώνυμη ελεύθερη διασκευή του Φιλάργυρου του Μολιέρου (γνωστή περισσότερο με τον τίτλο Εξηνταβελόνης) προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα της Σμύρνης, το 1817 δημοσίευσε μια τοπική ιστορία της Σμύρνης («Αυτοσχέδιος διατριβή περί Σμύρνης») και τον ίδιο χρόνο τύπωσε τα Γραμματικά, εγχειρίδιο Αισθητικής και Ποιητικής. Την ίδια περίοδο περίπου (1817) πρέπει να συνέγραψε και μια ανέκδοτη θεωρία του κηρύγματος «Περί της των Ιεροκηρύκων 'Ρητορικής». Οι παράλληλες ρητορικές επιδόσεις του υπήρξαν φημισμένες. Πίστευε βαθύτατα ότι στην εκπαίδευση των νέων ακρογωνιαίος λίθος είναι η γνώση της Ελληνικής και Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, διότι αυτός είναι ο τρόπος να προσεγγίσουν τις ιερές γραφές και την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Ως διδάσκαλος προέτρεπε τους νέους στην αρετή και την ευσέβεια:
«Οποιονδήποτε επάγγελμα και αν μέλλετε, φίλοι νέοι, να επαγγελθείτε, ή μέγα ή μικρόν, χωρίς την χαράν, την ταπείνωσιν, την αγάπην, την ειλικρίνειαν, την αγνότητα, είναι αδύνατον να διαδράμητε το στάδιον εντίμως και ευτυχώς. Όλων δε τούτων των αρετών, πάλιν το επαναλαμβάνω, θεμέλιον έχετε την προς τον Θεόν ευσέβειαν…»
Για τους παιδαγωγικούς του λόγους, τις προοδευτικές παιδαγωγικές και διδακτικές του αντιλήψεις και πρακτικές, για την αγάπη του προς τους νέους που τους υπηρέτησε με θέρμη ψυχής και αφοσίωση, αλλά και για την βαθιά του θρησκευτικότητα, χαρακτηρίστηκε ως ο εκ Τσαριτσάνης Χρυσόστομος.
Η θητεία του στο Φιλολογικό Γυμνάσιο άφησε εποχή. Η φήμη του σπουδαίου δασκάλου έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1819 όταν έκλεισε το Φιλολογικό γυμνάσιο στη Σμύρνη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, τον καλεί στην Κωνσταντινούπολη και του απονέμει τον τιμητικό τίτλο του ιεροκήρυκα και δασκάλου όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Την ίδια εποχή μυήθηκε και στην Φιλική Εταιρεία.
Η κήρυξη της Επανάστασης και τα γεγονότα που ακολούθησαν, τον ανάγκασαν να καταφύγει στην Οδησσό της Ρωσίας, απ’ όπου εμψύχωνε, με κάθε τρόπο, τους επαναστατημένους Έλληνες. Μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη από τους Τούρκους υποδέχεται το σώμα του στην Οδησσό και εκφωνεί τον επικήδειο λόγο βαθύτατα συντετριμμένος.
«Αλλά τι λέγω; Πως, κυριευμένος υπό του πάθους, δεν βλέπω την λάμψιν, ήτις περικυκλώνει τον ένδοξον τούτον νεκρόν; Όχι, Σεβασμιώτατε Πατριάρχα, δεν έχασας, αλλά εμεγάλυνας, αλλ’ επλάτυνας, αλλά διαιώνισας μάλιστα την δόξαν σου. Αν και δεν στολίζεις πλέον τον θρόνον τον Οικουμενικόν, αλλά παρίστασαι μετά παρρησίας εις τον θρόνον της Μεγαλωσύνης του Υψίστου. Αν και δεν άρχεις πνευματικώς εις την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, αλλά διαπρέπεις μακαριστώς εις την Ουράνιον Εκκλησίαν των Πρωτοτόκων …»
Τον Οκτώβριο του 1821 εκφωνεί τον Προτρεπτικό του λόγο προς τους Έλληνες, με τον οποίο ανασκευάζει τις κατηγορίες εκείνων που δυσφημούν τον αγώνα των Ελλήνων και προτρέπει τους Έλληνες να έχουν ως όπλα τους την πίστη και την αρετή με τα οποία θα νικήσουν τον εχθρό.
«…Λέγω πρώτον, ότι χρεωστείς, χριστιανέ, καθώς χριστιανός, να αγαπάς και να ευεργετείς την Πατρίδα. Σε προστάζει ο θείος νόμος: αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν…. Τόσον ιερόν και θείον δώρον είναι η Πατρίς, ώστε εν των μεγίστων σημείων της κατά των ανθρώπων δικαίας οργής του Θεού γίνεται πολλάκις η στέρησις της Πατρίδος…»
Στην Ελληνική Εκκλησία της Οδησσού το Μάρτιο του 1822 εκφωνεί τον λόγο του «Περί συνεισφοράς», απευθυνόμενος στους Έλληνες της Οδησσού και της Ρωσίας, παρακινώντας τους να πάψουν να είναι αργοί και ακίνητοι από φιλαυτία και με την συνεισφορά τους να βοηθήσουν τους πάσχοντες ομογενείς.
Μέχρι το 1832 διέμεινε κυρίως στην Τσαρική Ρωσία και περιόδευσε σε άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες, επιτελώντας σημαντικό έργο υπέρ του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.
Αναγνωρίζοντας την πνευματική του κατάρτιση, η Ακαδημία της Πετρούπολης τον εξέλεξε μέλος της και ο Τσάρος τον τίμησε με το μεγάλο ρωσικό παράσημο και με την απονομή ισόβιας σύνταξης 7000 ρουβλίων. Φεύγοντας από την Ρωσία, διέρχεται από το Βερολίνο, όπου ο Πρώσος βασιλέας του προσέφερε το παράσημο του Ερυθρού Αετού και η Ακαδημία της πόλης τον ονόμασε αντεπιστέλλον μέλος της. Επίσης, στην περιοδεία του στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έγινε δεκτός από τον Πάπα Γρηγόριο τον 16ο στο Βατικανό.
Το 1834, ο Οικονόμος επέστρεψε στην Ελλάδα με τα παιδιά του Σοφοκλή και Ανθία και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και αργότερα στην Αθήνα. Εγκατεστημένος στην Αθήνα τίθεται επικεφαλής των επάλξεων της Ορθοδοξίας. Ασχολήθηκε με πραγματικό ζήλο με τα εκκλησιαστικά ζητήματα της εποχής του και αντιτάχθηκε σθεναρά στην απομάκρυνση της Ελληνικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της, άποψη που υποστήριζαν πολλοί με επικεφαλής έναν άλλο αξιόλογο Θεσσαλό κληρικό, τον Θεόκλητο Φαρμακίδη από τη Νίκαια της Λάρισας.
Έγραψε εκκλησιαστικά και φιλολογικά έργα τα οποία τον παρουσιάζουν συγγραφέα με σπάνια πολυμάθεια ενώ ο όγκος των συγγραμμάτων του προκαλεί κατάπληξη.
Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, συμβιβαστικός αλλά και ριζοσπαστικός, κατάφερε να συγκεράσει το σεβασμό στην εκκλησιαστική παράδοση με νεωτεριστικές ιδέες. Με την μόρφωσή του, με την πληθωρική και λαμπερή προσωπικότητα του, με τις ικανότητες του, με την βαθιά ορθόδοξη πίστη του και την αγάπη του για την Ελλάδα και τον άνθρωπο, χαρακτήρισε την εποχή του, και άφησε την σφραγίδα του στην εκπαίδευση, στην λειτουργία της ελλαδικής Εκκλησίας και στην σχέση της με το κράτος και τις άλλες εκκλησίες.
Η βιολογική του φωνή σίγησε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 1857. Στον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Ανδρέας Ρηγόπουλος, κατατάσσεται δίπλα στον Κολοκοτρώνη και τον Σολωμό ως μία από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές της εποχής του.
Μέρος της βιβλιοθήκης του δωρίσθηκε στην γενέτειρά του Τσαριτσάνη, ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Επίσης το σεβαστό ποσό των 10.000 ρουβλίων μαζί με τους τόκους, καταθέσεών του στην Οδησσό, κληροδοτήθηκε στην Τσαριτσάνη για να δημιουργηθεί Σχολείο. Επιθυμούσε να λειτουργεί στη γενέτειρά του «μια Ελληνική Σχολή», ένα Ανώτερο πνευματικό ίδρυμα, αντάξιο εκείνου του φωτοβόλου πνευματικού φάρου του 18ου αιώνα, στο οποίο δίδαξαν οι πιο ονομαστοί Δάσκαλοι του Γένους, με επικεφαλής τον ξακουστό Ιωάννη Πέζαρο, και σπούδασαν σ’ αυτό δεκάδες νέοι.
Το 1910 ξεκίνησε η ανοικοδόμηση του σχολείου που ονομάστηκε προς τιμή του μεγάλου ευεργέτη, Οικονόμειος Σχολή. Μετά την απελευθέρωση του 1912 η Οικονόμειος Σχολή εξελίχθηκε σ” ένα από τα πρότυπα γυμνάσια του κράτους, το μοναδικό στην επαρχία Ελασσόνας. Στα μαθητολόγιά του αποτυπώνεται μέσα από τα στοιχεία των προγόνων μας, η ιστορία του τόπου μας παράλληλα με την ιστορία του νεοελληνικού κράτους.
Το όνομα του Κωνσταντίνου Οικονόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την Οικονόμειο σχολή. Είναι ηθική υποχρέωση όλων μας να μεριμνήσουμε ώστε αυτό το ιστορικό σχολείο να παραμείνει ζωντανό και αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου, σεβόμενοι την επιθυμία του Μεγάλου Διδάσκαλου του γένους και τιμώντας έτσι, με τον καλύτερο τρόπο την μνήμη του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου