Χριστουγεννιάτικα έθιμα της Τσαριτσάνης και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας
>> 30.1.14
Πλησιάζουν
οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων, σε κάθε σπίτι
οι νοικοκυρές θα προετοιμάσουν τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και φαγητά. Τα
παιδιά θα στολίσουν το σπίτι και το
δέντρο με χαρά, θα κρεμάσουν τις
χριστουγεννιάτικες κάλτσες γεμάτα ανυπομονησία και θα περιμένουν τον «Άγιο Βασίλη» να τους φέρει, για μια ακόμη φορά, το
δώρο τους. Θα τραγουδήσουν από σπίτι σε σπίτι τα κάλαντα των Χριστουγέννων και
της Πρωτοχρονιάς, θα χαρούν, θα διασκεδάσουν, θα εκκλησιαστούν και θα ξεκουραστούν από την καθημερινότητα
των σχολικών υποχρεώσεών τους. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο θα κυλήσουν οι εορταστικές μέρες των Χριστουγέννων. Είναι μια καλή ευκαιρία να ανατρέξουμε σε έθιμα ξεχασμένα στις μέρες μας και να δούμε πως
περνούσαν στο χωριό μας και στις γύρω περιοχές οι άνθρωποι σε παλιότερες εποχές.
Ένα χαρακτηριστικό έθιμο της
Πρωτοχρονιάς, το οποίο επιβιώνει με παρόμοιο τρόπο και σήμερα, είναι η
βασιλόπιτα - κρεατόπιτα. Οι γυναίκες του σπιτιού τοποθετούν νόμισμα, ένα
κομμάτι κλήμα, άχυρο ή χορταράκι, μία μικρή πέτρα όπως κι ένα σπόρο
καλαμποκιού. Στο μεσημεριανό τραπέζι ο νοικοκύρης του σπιτιού θα κόψει τη
βασιλόπιτα, αφού πρώτα τη σταυρώσει και
περιστρέψει τρεις φόρες το ταψί.
Στη συνέχεια θα την μοιράσει σε κομμάτια, με σειρά ηλικίας, σε όλα τα μέλη της
οικογένειας. Σε όποιον πέσει το κλήμα θα έχει πολλά σταφύλια, σε όποιον πέσει η
μικρή πέτρα θα είναι δυνατός στην υγεία του, αυτός που θα πετύχει το άχυρο ή το χόρτο θα
αποκτήσει πολλά ζώα, αυτός που θα πετύχει το νόμισμα θα γίνει πλούσιος και
τέλος αυτός που θα πετύχει τα καλαμπόκι, θα κερδίσει τη φετινή σοδειά. Από
το τραπέζι των Χριστουγέννων δεν έλειπαν τα «γιαπράκια» και το «μπουμπάρι»
Παλιότερο και ξεχασμένο έθιμο είναι
το «τάισμα της βρύσης» Σύμφωνα με αυτό οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς,
πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση "για να κλέψουν το άκραντο
νερό" ( άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη
διαδρομή). Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η
προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για
να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την "ταΐζουν", με διάφορες
λιχουδιές, όπως βούτυρο,
ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα
ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα
βατόφυλλο και τρία χαλίκια, "κλέβουν νερό" και γυρίζουν στα σπίτια
τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία
χαλίκια.
Ένα από τα σημαντικότερα και
ξεχασμένα χριστουγεννιάτικα έθιμα του χωριού μας, που το συναντάμε και σε άλλες
περιοχές της Θεσσαλίας και της Ελλάδας, είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά.
Λέγεται πως, οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι, από το μήνα Μάιο και
το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα
αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, το κρέας, τα λουκάνικα
κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν
είχε γουρούνι, καθώς θεωρούνταν
παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του
γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού
απαιτούνταν 5-6 άνδρες, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να
επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οικογένειες,
συνήθως συγγενικές, καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.
Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως
επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι' αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως
"γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την
ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα,
έχουμε γουρουνοχαρά". Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες
ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από
τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά,
ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου,
ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι' αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν
"γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος". Υπάρχουν όμως και μερικές
περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.
Κατά το έθιμο, η νοικοκυρά έδινε μικρή ποσότητα αναμμένης
στάχτης και θυμίαμα στο σφαγέα, ο οποίος, αφού θυμιάτιζε τους εργαζόμενους και
όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία του Χριστού και να εξαφανιστούν οι
καλικάντζαροι, έριχνε τη στάχτη με το θυμίαμα στο λαιμό του γουρουνιού, για να
είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Ένας άλλος έπαιρνε λίγο αίμα κι
επάλειφε τα μικρά παιδιά στο πρόσωπο για να είναι γερά, ανθεκτικά στους
ψύλλους, στις αρρώστιες, και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα. Στη
συνέχεια, οι άνδρες έγδερναν το γουρούνι, και το δέρμα, αφού το αλάτιζαν, το
δίπλωναν στα τέσσερα και το κρατούσαν για να φτιάξουν τα γουρνοτσάρουχα για τις
καλοκαιρινές δουλειές τους.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο
του λίπους (παστό - τσιγαρίδες), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε
μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε φτήνες και
αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το
χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα
περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι
στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή
και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για
να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν
καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Στη συνέχεια, τεμάχιζαν το κρέας και
τοποθετούσαν αλατισμένα τα κομμάτια σε πλιθάρια, που τα είχαν για φαγητό όλο
σχεδόν το χειμώνα και τα μαγείρευαν με τραχανά και πλιγούρι. Επιπλέον έφτιαχναν
και λουκάνικα. Μετά το φαγητό, οι άνδρες έκοβαν το κρέας πάνω στην τάβλα, το οποίο ανακάτευαν με τριμμένα πράσα και το έβαζαν σε χάλκινη
κατσαρόλα και τα ζέσταιναν, αφού έριχναν συγχρόνως ρίγανη, πιπέρι και αλάτι. Περνούσαν
τα λουκάνικα σ' ένα ξύλινο δοκάρι και τα κρεμούσαν για να στεγνώσουν. Από το
κεφάλι, τα πόδια και τα αφτιά του γουρουνιού έφτιαχναν και πατσά για όλες τις
μέρες. Έφτανε πλέον το μεσημέρι. Η τάβλα
ήταν έτοιμη με την τηγανιά ( τηγανισμένα εντόσθια του ζώου) που μαγειρεύονταν αμέσως μόλις αφαιρούνταν και
συνοδεύονταν με ντόπιο κρασί. Τσίπουρο έπιναν κατά την ώρα της δουλειάς.
Παράλληλα τα παιδιά έπαιζαν με τη «φούσκα» του γουρουνιού την οποία είχαν
φουσκώσει και τη χρησιμοποιούσαν για μπάλα, μιας και παιχνίδια ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.
Το έθιμο τηρήθηκε μέχρι το 1940.
Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά τα μεγάλα γεγονότα, Κατοχή
και εμφύλιος πόλεμος, ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή
συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες.
Σήμερα το έθιμο τηρείται και πάλι σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας. Στις
πόλεις όμως γιορτάζεται στις πλατείες των συνοικιών, με εκδηλώσεις κεφιού και
γλεντιού, προσφέροντας άφθονο κρασί και ψημένο χοιρινό κρέας.
Την ημέρα των Θεοφανείων ή Φώτων τα παιδιά κάθε
οικογένειας πήγαιναν με εικόνες από το σπίτι τους στην «κρυόβρυση». Εκεί πραγματοποιούνταν ο αγιασμός των υδάτων. Στη
συνέχεια όλοι έβαζαν τις εικόνες στο
νερό για να αγιασθούν και να δώσουν με
αυτό τον τρόπο, δύναμη και υγεία στους
κατόχους και στα σπίτια τους.
Ακολουθούσαν αγώνες με άλογα στους οποίους έπαιρναν μέρος νέοι του χωριού, από
την Κρυόβρυση μέχρι τη γέφυρα. Το έθιμό αυτό τηρήθηκε μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του 60.
Για το τέλος άφησα το έθιμο που
επιβιώνει και σήμερα, με παραλλαγές, σε
ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια, τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων
και ανήμερα την Πρωτοχρονιά.
«Κόλινδρα
, μέλινδρα Χριστός γεννάται»
Τραγουδούσαν,
σε όλα τα σπίτια του χωριού ξημερώματα της παραμονής των Χριστουγέννων, παρέες παιδιών που χτυπούσαν με ξύλα τις
πόρτες των σπιτιών, περιμένοντας το κέρασμά τους. Συνήθως γλυκίσματα και σε ελάχιστες περιπτώσεις
πλούσιων σπιτιών, χρήματα. Οι νοικοκυρές των σπιτιών φρόντιζαν και είχαν ήδη ψήσει
από το βράδυ τα κόλινδρα ( τα στρόγγυλα κουλουράκια ) και τα μέλινδρα
( μελομακάρονα ) και τα μοίραζαν στα
παιδιά.
Καθ’
όλη τη διάρκεια της εβδομάδας από τα Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά τα
παιδιά ανέβαιναν στους λόφους που βρίσκονται κοντά στο χωριό και κρατώντας
κουδούνια, που τα χτυπούσαν δυνατά, φώναζαν :
« Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει,
‘Αγιε
Βασίλη πού θεν έρχεσαι και πού θεν κατεβαίνεις.
Από
τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω»
«Αρχή
μηνιά κι αρχή χρονιά και αρχή καλός μας χρόνος» εύχονταν ανήμερα της
Πρωτοχρονιάς, για να κυλήσει η χρονιά με υγεία και να είναι καλή.
Μετά από αυτή την αναδρομή σε κάποια
από τα έθιμα του παρελθόντος, θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους να είναι καλές, ειρηνικές και ευτυχισμένες οι άγιες αυτές ημέρες. Ας ξεχάσουμε για λίγο τα προβλήματά που δημιουργεί η σημερινή
οικονομική κατάσταση και ας στρέψουμε το βλέμμα μας σε εκείνους τους ανθρώπους
που πιθανώς έχουν περισσότερες ανάγκες από εμάς, είτε υλικές, είτε αγάπης και
συμπαράστασης.
Το μήνυμα των Χριστουγέννων ας αγγίξει
όλους μας και ας δείξουμε την αγάπη στους ανθρώπους γύρω μας έμπρακτα.
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Ασπασία Τζαβέλλα- Σαπουνά, φιλόλογος- σχολ. ψυχολόγος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην εφημερίδα "ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΗ", φύλλο 129- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014
*το κείμενο στάλθηκε στην εφημερίδα, παραμονές Χριστουγέννων
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Ασπασία Τζαβέλλα- Σαπουνά, φιλόλογος- σχολ. ψυχολόγος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην εφημερίδα "ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΗ", φύλλο 129- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014
*το κείμενο στάλθηκε στην εφημερίδα, παραμονές Χριστουγέννων
*το κείμενο στάλθηκε στην εφημερίδα, παραμονές Χριστουγέννων
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου